ὀλβοφόρος

ὀλβοφόρος
ὀλβοφόρος, ον,
A bringing bliss or wealth,

θεοί E.IA596

(anap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ολβοφόρος — ὀλβοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρνει πλούτο ή ευτυχία («θεοί τοι κρείσσους οἵ τ ὀλβοφόροι τοῑς οὐκ εὐδαίμοσι θνατῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • ὀλβοφόροι — ὀλβοφόρος bringing bliss masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • όλβος — ο (ΑΜ ὄλβος) 1. υλική ευδαιμονία, ευμάρεια, ευπορία, αφθονία υλικών αγαθών, πλούτος («ὑγίεια καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίον, καὶ σῶμα εὔρωστον ἤ ὄλβος ἀμέτρητος», ΠΔ) 2. συνεκδ. ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, ευημερία αρχ. φρόνηση («ὄλβος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”